- παντερπής
- -ές, ΜΑευχάριστος σε όλους («ἰαχᾱς παντερπέος αὐλῶν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. ευ-τερπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντερπής — all delighting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντερπέα — παντερπής all delighting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παντερπής all delighting masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντερπέος — παντερπής all delighting masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek